- ἀφορμητικός
- ἀφορμ-ητικός, ή, όν, (cf. foreg. II)A of repulsion, δύναμις, opp. ὁρμητικός, Arr.Epict.1.1.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφορμητικήν — ἀφορμητικός of repulsion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)